- αὐτοσχεδιάσας
- αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem acc pl (doric)αὐτοσχεδιά̱σᾱς , αὐτοσχεδιάζωactfut part act fem gen sg (doric)αὐτοσχεδιάσᾱς , αὐτοσχεδιάζωactaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.